ὀρθόβουλος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ον,
A right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75 ; of persons, A.Pr.18.
German (Pape)
[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.
English (Slater)
ὀρθόβουλος, -ον
1 of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)