πενταετής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ές, Att. πεντᾰέτης, ες (v. διέτης), = foreg. I,
A ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136 ; πενταετεῖ . . ἤθει ψυχῆς Pl.Lg.793e :—fem. πεντᾰετίς, Plu.2.844a. II lasting five years, σπονδαί Th.1.112 codd. ; χρόνος IG12(5).860.29 (Tenos) : neut. as Adv., πεντάετες for five years, Od.3.115.