τλάμων
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
German (Pape)
[Seite 1122] ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
τλάμων: Δωρ. ἀντὶ τλήμων, Πίνδ., Τραγ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τλήμων.
English (Slater)
τλᾱμων
1 enduring τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν (P. 1.48)