πάχος

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχος Medium diacritics: πάχος Low diacritics: πάχος Capitals: ΠΑΧΟΣ
Transliteration A: páchos Transliteration B: pachos Transliteration C: pachos Beta Code: pa/xos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (παχύς)

   A thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324 ; εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια Meliss.9 ; τὸ π. τοῦ τείχους Th.1.93 ; τῆς πλίνθου Id.3.20 : pl., τὰ π. τῶν τριχῶν Arist.HA517b8 ; τὰ π. αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8 ; σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα PCair.Zen.353.11 (iii B. C.) : abs., πάχος in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11 ; also πάχει μάκει τε Pi.P.4.245.    2 σαρκὸς π. stoutness, E.Cyc. 380 ; διὰ πάχος τοῦ σώματος Antiph.19 ; opp. λεπτότης, Pl.R.523e, etc.    3 consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12 ; τὸ π. τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7 ; ὥστε γίνεσθαι τὸ π. ὡς κυκεῶνα Ph.Bel.89.21.    4 in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.

German (Pape)

[Seite 539] εος, τό, die Dicke; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von λεπτότης, Rep. VII, 523 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πάχος: [ᾰ], εος, τό, (παχύς) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., πάχος, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ πάχος τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ λεπτότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι παχύς, ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 épaisseur;
2 embonpoint.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. πήγνυμι, παχύς.

English (Autenrieth)

εος: thickness, Od. 9.324†.

English (Slater)

πᾰχος
   1 thickness (δράκων) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)