περ

From LSJ
Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περ Medium diacritics: περ Low diacritics: περ Capitals: ΠΕΡ
Transliteration A: per Transliteration B: per Transliteration C: per Beta Code: per

English (LSJ)

(A), enclit. Particle, adding force to the word to which it is added, prob. a shortd. form of περί (q. v.) in the sense of

   A very much, however much.—Chiefly Ep. and Lyr.; also in Trag. with relats. and parts.:    1 in Hom. freq. with Adj. and part. ὤν, ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν π. ἐόντα all shortlived as I am, Il.1.352 ; φίλην π. ἐοῦσαν ib.587 ; Ἰθάκης κραναῆς π. ἐούσης 3.201 : mostly concessive like καίπερ (q. v.), ἀγαθός π. ἐών however brave thou art, 1.131, al.; κρατερός π. ἐών 15.164; κύνεός π. ἐών 9.373; δουρικτητήν π. ἐοῦσαν ib.343; μέγαν π. ἐόντα 5.625: so in Trag., ἄελπτά π. ὄντα A.Supp.55(lyr.); γενναῖός π. ὤν S.Ph.1068 : with a Subst., ἀλόχῳ π. ἐούσῃ Il.1.546 ; γυνή π. οὖσα A.Th.1043 : with Adj. and Subst., λιγύς π. ἐὼν ἀγορητής Il.2.246 : with καί preceding, καὶ κρατερός π. ἐών 15.195, etc.: with the part. ὤν omitted, φράδμων π. ἀνήρ however shrewd, 16.638; κρατερός π. 21.63 ; χερείονά π. 17.539 ; καὶ θεός π. A.Ag.1203, cf. 1084 : with parts., ἱεμένων π. however eager, Il.17.292 ; καὶ ἀχνύμενός π. ἑταίρου grieved though he was for... 8.125.    2 intens., ἐλεεινότερός π. more pitiable by far, 24.504 ; μίνυνθά π. for a very little, 1.416, 13.573 ; ὀλίγον π. 11.391 ; πρῶτόν π. first of all, 14.295 ; ὑστάτιόν π. 8.353 ; ὀψέ π. Pi.N.3.80 : to strengthen a negation, οὐδὲ . . π. not even, not at all, οὐδ' ὑμῖν ποταμός π. ἐΰρροος ἀρκέσει Il.21.130, cf. 8.201, 11.841, 21.410, Od.1.59, 3.236 ; μή ποτε καὶ σὺ γυναικί π. ἤπιος εἶναι 11.441 ; ἢν μή π. Hdt.6.57.    3 to give emphasis, ἀλλὰ καὶ αὐτοί π. πονεώμεθα Il.10.70; ἡμεῖς δ' αὐτοί π. φραζώμεθα 17.712; σθένος ἀνέρος ἀμφότεροί π. σχῶμεν 21.308 : esp. at any rate, τιμήν π. μοι ὄφελλεν ἐλλυαλίξαι honour (whatever else) he owed me, 1.353, cf. 2.236, 17.121,239 ; τόδε π. μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ 8.242 : in imper. clauses with the pers. Pron., ἀλλὰ σύ π. μιν τῖσον at all events, 1.508 : in the apodosis of a conditional sentence, εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο... σὺ δ' ἄλλους π. . . ἐλέαιρε 9.301, cf. 11.796, 12.349.    II after Conjs. and relat. words, with which it commonly coalesces:    1 after hypothetical Conjs., v. εἴπερ.    2 after temporal Conjs., ὅτε π. just when, Il.4.259, 5.802, etc.; ἦμος . . π. 11.86; ὅταν π. S.OC301, etc.; πρίν π. before even, Il.15.588.    3 after causal Conjs., v. ἐπείπερ, ἐπειδήπερ ; δι' ὅ τι π. just because, Hdt.4.186.    4 after relats., v. ὅσπερ, οἷός περ, ὅσοσπερ, ἔνθαπερ, ὅθιπερ, οὗπερ, ᾗπερ, ὥσπερ.    5 after the comp. particle, v. ἤπερ, ἠέπερ.    6 after καί, v. καίπερ.περ (B), Aeol. for περί.

English (Slater)

περ
   a emphatic particle. ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται (N. 2.1) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. τό περ = ὅπερ) (N. 7.101)
   b concessive particle. ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, ὀψέ περ (N. 3.80) [περ ἄν (codd.: πέραν Hermann) (N. 7.75)]
   c καί περ, v. καίπερ: ὅς περ, v. ὅσπερ.

English (Slater)

περ
   a emphatic particle. ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται (N. 2.1) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. τό περ = ὅπερ) (N. 7.101)
   b concessive particle. ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, ὀψέ περ (N. 3.80) [περ ἄν (codd.: πέραν Hermann) (N. 7.75)]
   c καί περ, v. καίπερ: ὅς περ, v. ὅσπερ.