Λάκων
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ,
A a Laconian or Lacedaemonian, prop. of men, as Λάκαινα of women (Phryn.321), Pi.P.11.16, Hdt.7.161, Th.3.5, Ar. Ach.303, etc. (never in Trag.): also as Adj., Laconian, λόγος S.Fr. 176; πέπλοι AP6.292 (Hedyl.). II Λάκων, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.
Greek (Liddell-Scott)
Λάκων: [ᾰ], -ωνος, κάτοικος Λακωνικῆς, κυρίως ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ Λάκαινα ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Λακωνικός, λόγος Σοφ. Ἀποσπ. 186· πέπλος Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. Λάκαινα, ὃ ἴδε. ΙΙ. Λάκων, ὁ βόλος τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
de Lacédémone, lacédémonien.