Λυκαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A Lycaean, Arcadian, epith. of Zeus, Pi.O.9.96, Hdt. 4.203, etc.; τὸ τοῦ Λ. Διὸς ἱερὸν κατὰ τὸ Λ. ὄρος Str.8.8.2. II Λύκαιον, τό, his temple, Plu.2.300a; Λ. σήκωμα E.El.1274. 2 Mons Lycaeus in Arcadia, Pi.Fr.100, Theoc.1.123. III Λύκαια (sc. ἱερά), τά, festival of Lycaean Zeus, τὰ Λ. θῦσαι X.An.1.2.10, cf. IG22.993, SIG82 (iv B.C.), etc.; also, = Lat. Lupercalia (from λύκος, Lat. lupus), D.H.1.80, Plu.Ant.12.
Greek (Liddell-Scott)
Λῠκαῖος: -α, -ον, Ἀρκαδικός, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἡρόδ. 4. 203, Πινδ. Ο. 9. 145, κτλ.˙ τὸ τοῦ Λ. Διὸς ἱερὸν κατὰ τὸ Λ. ὄρος Στράβ. 388. ΙΙ. Λύκαιον, τό, ὁ ναὸς αὐτοῦ, Πλούτ. 2. 300Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1274˙ - ὡσαύτως, ὄρος ἐν Ἀρκαδίᾳ, Πινδ. Ἀποσπ. 68, Θεόκρ. 1. 123. ΙΙΙ. Λύκαια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Λυκαίου Διός, θύειν τὰ Λ. Ξεν. Ἀν. 1. 2. 10, κτλ.˙ ὡσαύτως = τῷ Ρωμαϊκῷ Lupercalia (ἐκ τοῦ λύκος, Λατ. lupus), Διον. Ἁλ. 1. 80, Πλουτ. Ἀντών. 12.
French (Bailly abrégé)
v. Λύκαιος.