τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
ίδοςadj. f.de Delphes.Étymologie: Δελφοί.
Δελφίς f. adj. 1 Delphic μελίσσας Δελφίδος v. μέλισσα (P. 4.60)