εὐρυμέδων
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A = εὐρυκρείων, of αἰθήρ, Emp.135.1; Ποσειδάν Pi.O.8.31; γόνον εὐ. Κρόνου, i.e. Chiron, Id.P.3.4:—in Hom. only as pr. n.; so also fem. Εὐρυμέδουσα.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, = εὐρυκρείων, Ποσειδᾶν Pind. Ol. 8, 31, Χείρων P. 3, 4; auch αἰθήρ, sich weithin erstreckend, Empedocl. 380.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμέδων: -οντος, ὁ, = εὐρυκρείων, περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα.