γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ἀκειρεκόμας 1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]