ἀκρωτήριον
English (LSJ)
τό, (ἄκρος)
A topmost or prominent part, ἀ. τοῦ οὔρεος mountain peak, Hdt.7.217, cf. Pi.O.9.7; of a cup, projecting part, Arist.Metaph.1024a25. 2 cape, promontory, Hdt.4.43, Th.1.30. II end or extremity of anything, ἀ. νεός ornament of ship's stern- or stem-post, Hdt.8.121, cf. X.HG2.3.8, Polyaen.5.41, Michel 1116 (Delph.); ἀκρωτήρια πρύμνης h.Hom.33.10. 2 in pl., extremities of body, hands and feet, fingers and toes, Hp.Aph.7.1, Acut. 59, Th.2.49, Lys.6.26; τὰ ἀ. τῆς Νίκης her wings, D.24.121, cf.IG2.652A23: sg., Arist.GA772b36. 3 in temples, etc., statues or ornaments placed on the angles of a pediment, Pl.Criti.116d, SIG80 (Olymp.), IG4.1484.102 (Epid.); generally, pediment, Plu.Caes.63.
German (Pape)
[Seite 86] τό, 1) die Spitze, οὔρεος, des Berges, Her. 7, 217; πρύμνης, des Schiffes, Hom. h. 33, 10; νηός, Schiffsschnabel, Her. 8, 121; Xen. Hell. 2, 3, 8; von dem Giebel des Tempels, Plat. Critia 116 d; dah. fastigium der Römer, Plut. Caes. 63; vgl. Ath. V, 199 c; bes. – 2) die äußersten Gliedmaßen des Körpers, die Thuc. 2, 49 selbst ἄκρας χεῖρας κἀὶ ἄκρους πόδας erkl.; vgl. Plat. Legg. XII, 942 e und Lys. 6, 28; bei Arr. 4, 7 von Nasen u. Ohren; Dem. οἱ τὰ ἀκρ. τῆς Νίκης περικόψαντες, von der Statue, wahrscheinl. den Flügeln der Nike, 24, 121. – 3) Vorgebirge, Pind. Ol. 9, 8; Thuc. 1, 30; Plut. Phoc. 28; Diod. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτήριον: τό, (ἄκρος) πᾶν ὑψηλὸν ἢ ἐξέχον μέρος, ἀκρ. τοῦ οὔρεος, κορυφὴ ὄρους, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Πινδ. Ο. 9,12. 2) ἀκρωτήριον ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἡρόδ. 4.43, Πινδ. Ο. 9. 12, Θουκ. 1. 30. ΙΙ. τὸ ἄκρον ἢ τὸ ἔσχατον μέρος παντὸς πράγματος, ἀκρ. νηός, ἔμβολον πλοίου, Λατ. rostum, Ἡροδ. 8. 121· ἀκρωτήρια πρύμνης, Ὕμ. Ὁμ. 33. 10. 2) κατὰ πλήθ., τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, χεῖρες καὶ πόδες, δάκτυλοι χειρῶν καὶ ποδῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1258, π.δ. Ὀξ. 390 Θουκ. 2. 49· ἀκρ. ἀποτμηθήσεσθαι, Λυσ. 105. 29· τὰ ἀκρ. τῆς Νίκης, αἱ πτέρυγες αὐτῆς, Δημ. 738. 14, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 22, 151. 10, 3) κατὰ πληθ., αἱ γωνίαι ἀετώματος, δηλ. ἡ κορυφὴ καὶ τὰ ἄκρα αὐτοῦ, ἐφ’ ὧν ἵσταντο ἀγάλματα, Πλάτ. Κτιτί. 116D, Πλουτ. Καῖσ. 63, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sommet d’une montagne;
2 cap, promontoire;
3 extrémité d’un navire, éperon fixé à la proue;
4 τὰ ἀκρωτήρια les extrémités du corps (tête, mains, pieds, etc.) ; ἀκρωτήρια τῆς Νίκης DÉM les ailes de la Victoire;
5 dans les édifices piédestaux au milieu et aux côtés des frontons pour soutenir des statues (acrotères).
Étymologie: ἄκρος.
English (Slater)
ἀκρωτήριον
1 height σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε βέλεσσιν i. e. the hill of Kronos at Olympia (O. 9.7)