βροντά

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

English (Slater)

βροντά
   1 thunder(bolt) ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) κελαδησόμεθα βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός (O. 10.79) “αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν” (P. 4.23) ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα (P. 4.197)