Αἴγυπτος
English (LSJ)
ὁ,
A the river Nile, Od.4.477,al. 2 King Aegyptus, A.Supp.9, etc. II ἡ, Egypt, Od.17.448, etc.; Αἴγυπτόνδε to Egypt, ib.426.
Greek (Liddell-Scott)
Αἴγυπτος: ὁ, ὁ ποταμὸς Νεῖλος, Ὁδ. Δ. 477, καὶ ἀλλ., καίτοι καὶ ὁ Ἡσίοδος καλεῖ αὐτὸν Νεῖλον. 2) ὁ βασιλεὺς Αἴγυπτος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 10, κτλ. II. ἡ Αἴγυπτος, Ὀδ. Ρ. 448, κτλ.: - Αἴγυπτόνδε = εἰς Αἴγυπτον, Ὀδ. Ρ. 426.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. (ὁ) Ægyptos :
1 h;
2 anc. nom du Nil;
II. (ἡ) Égypte.
Étymologie: DELG --- Babiniotis akkad. Hikuptah, un des noms de la ville de Memphis.
English (Autenrieth)
(1) Egypt, Od. 4.355.—(2) Homeric name of the river Nile, Od. 4.477; w. ποταμός, Od. 14.258. —Αἴγυπτόνδε, δ , Od. 14.246.
English (Slater)
Αἴγυπτος
1 Egypt πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (καταοίκισεν coni. Maas: Αἰγύπτοιο κατῴκισεν Heyne.) (N. 10.5) τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82.