ἑκαβόλος
From LSJ
English (LSJ)
ον Dor. for ἑκηβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾱβόλος: -ον, Δωρ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑκηβόλος.
English (Slater)
ἑκᾱβόλος
1 far-shooting epith. of Apollo. Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεὸς (Pae. 6.79) οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.111) λιτανεύω, ἑκαβόλε (P. 9.38) ἑκαβόλε fr. 140a. 61 (35).