εὐάνωρ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Dor. for εὐήνωρ. εὐαξής,
A v. εὐαυξής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐήνωρ.
English (Slater)
εὐᾱνωρ
1 with noble men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)