περιστοιχίζω
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc. ; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13 : metaph., J.AJ17.2.4 :—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3 :—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9 ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr.104 H. ; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.in Hp.2.112D.