χρυσόκαρπος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
ον,
A with golden fruit: as Subst., ivy, = κισσός, Ps.-Dsc.2.179, Plin.HN16.147.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Früchten, Pind. bei Plut. cons. ad Apoll. p. 365.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν καρπόν· - ὡς οὐσιαστ., κισσός, Διοσκ. 2. 210· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀπουλήϊος ἔχει chry ocanthus.
English (Slater)
χρῡσόκαρπος
1 with golden fruit καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοις> (supp. Wil.: χρυσέοις καρποῖς Boeckh: of the country of the blessed dead) Θρ. 7. 5.