αἰκιστικός
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
ή, όν,
A prone to outrage, only in Adv. -κῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.