αἰκιστικός

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκιστικός Medium diacritics: αἰκιστικός Low diacritics: αικιστικός Capitals: ΑΙΚΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aikistikós Transliteration B: aikistikos Transliteration C: aikistikos Beta Code: ai)kistiko/s

English (LSJ)

αἰκιστική, αἰκιστικόν, prone to outrage, only in Adv. αἰκιστικῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.

German (Pape)

zum Mißhandeln geneigt, Poll. 8.75.