ἀνεπίπλεκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A without connexion with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.
German (Pape)
[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.
Spanish (DGE)
-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.