γανάεις
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
Greek (Liddell-Scott)
γανάεις: εσσα, εν, χαίρων · πρβλ. γανάω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν ; seul. plur. γανάεντες;
qui fait resplendir, qui glorifie.
Étymologie: γάνος¹.
English (Slater)
γανάεις
1 gleaming ]γαναενταχ[ Δ. 4h. 7.
Spanish (DGE)
(γᾰνάεις) -εσσα, -εν
que hace resplandecer, que glorifica μάκαρας θεοὺς γανάεντες A.Supp.1019 (cód., pero cf. γανάω), cf. prob. Pi.Fr.70d(h).7.