διασκεπτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A cautious, considerate, Poll.1.178.
German (Pape)
[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.
Spanish (DGE)
-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.