διασκεπτικός

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεπτικός Medium diacritics: διασκεπτικός Low diacritics: διασκεπτικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskeptikós Transliteration B: diaskeptikos Transliteration C: diaskeptikos Beta Code: diaskeptiko/s

English (LSJ)

διασκεπτική, διασκεπτικόν, cautious, considerate, Poll.1.178.

Spanish (DGE)

-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.

German (Pape)

[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.