ἐνεύχομαι
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A adjure, implore, Test.Epict.1.13, Herod.6.46; ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς IG5(1).1208.50 (Gythium): c. dat., of god invoked, PMag.Par.1.2258; also ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς I adjure you by A. not to... PBaden 51 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 839] dabei beten, geloben, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεύχομαι: εὔχομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, Ι, 14, Συνεσ. Ἐπιστ. 67, σ. 209Β.
Spanish (DGE)
1 rogar, implorar, suplicar c. inf., frec. invocando a dioses o instancias superiores en ac. o c. κατά y gen. ἐνευχ[όμε] νο[ς] σοι τ[ο] ὺς πατρικ[ο] ὺς θεούς ... μὴ περιιδεῖν με ἀδικούμενον PCair.Zen.421.1, cf. 482.2 (ambos III a.C.), ἐνεύχομαί οὖν σου (l. σοι) κατὰ ... τοῦ βασιλέως οἰκονομῆσαι τὰ περὶ ἐμέ PCair.Zen.462.7 (III a.C.), c. or. en estilo dir. ἐνεύχομαι, Κοριττί, μή μ' ἐπιψεύσῃ Herod.6.46, cf. PBaden 51.5 (II d.C.), ἐνεύχομαι ὑμῖν, κλαύσατ' ἄωρον ἐμὴν ἡλικίαν ἄγαμον IMEG 83.15 (heleníst.).
2 pedir, rogar encarecidamente, solicitar c. ὥστε e inf. ὥστε κατασκευάξαι με τὸ Μουσεῖον IMaff.31.1.13 (Tera III a.C.), cf. IEphesos 3803d.20 (IV d.C.), gener. solo c. inf. πᾶσιν τοῖς [προεστῶσιν] ... ἐν στήλαις ἐνχαράξαι μου τὴν γνώμην IEphesos 3803d.15 (IV d.C.), cf. Synes.Ep.66 (p.107), en interdicciones funerarias ἐνε<ύ>χομαι μηδένα ἕτερον τεθῆναι χωρὶς ἐμοῦ IG 9(2).931 (Larisa, imper.) en Bull.Epigr.1953.101
•frec. invocando a dioses o potencias superiores en ac. o c. κατά y gen. κατὰ ... τῶν θεῶν πάντων ... βοηθεῖν ... παντὶ σθένει SEG 9.7.18 (Cirene II a.C.), ὑμεῖν θε[οὺς πάντας] ... τὴν ἀρίστην [τῆς βουλήσεώ] ς μου ... ὑμᾶς ποιήσασθαι πρόνοιαν SEG 13.258.50 (Laconia I d.C.), ὑμῖν τὴν ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον Τριάδα ... κελεῦσαι ... CChalc.(451) Act.230, en interdicciones funerarias ἐνεύχομαι δὲ τοῖς κληρονόμοις μου τὴν τῶν Αὐτοκρατόρων Τύχην μηδενὶ ἐξεῖναι τεθῆναι εἰ μὴ ... IRhod.Per.560.17 (II d.C.), cf. IEryth.527.10 (imper.), ἐνευχόμεθα τὸ μέγα Θεῖον τῇ στήλλῃ ... μηδένα προσαμαρτῆναι TAM 5.434.12 (II d.C.), c. giro prep. τὴν τιμὴν τῶν πατριαρχῶν ... πρὸς τὸ μηδένα ἀνασκευάσ<αι> τὸ μνῆμα IJud.Or.1 Ach 51.1 (Argos III/IV d.C.)
•tb. en peticiones dirigidas directamente a los dioses τοῖς θεοῖς ἐνευξαμένη εἰς τὸ ἱκανοποιηθῆναι αὐτήν SEG 38.1233.5 (Lidia II d.C.), εἰς τὸν βωμὸν ἐνευξάσθω ὃ ἂν θέλει (sic) καὶ ἐπιτεύξεται TAM 5.1055.12 (Tiatira, imper.), ἐνεύχομαί σοι το[ὺς] καταχθονίο[υς θε] οὺς σῶσαί μοι τὸ παιδίον SEG 39.883.11 (Quíos, imper.).
3 en textos mág. conjurar, invocar a un dios para obtener algo de él, c. or. en estilo dir. ποίησον μοι τὸ δεῖνα [πρᾶγ] μα ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ [θ] εοῦ Ἰαω PMag.3.147, cf. 108, ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν ...· ἔγειρε σεαυτήν PMag.4.2258.