ἐξανάλωσις
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
[ᾱλ], εως, ἡ,
A entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -ήλωσις PSI 604.15 (III a.C.), SB 10850.13 (III a.C.)
gasto, consunción c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.Marc.24, de bienes materiales PSI l.c., SB l.c.