ἀφελότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A simplicity, unworldliness, Act.Ap.2.46, Vett. Val.240.15.
German (Pape)
[Seite 408] ητος, ἡ, = ἀφέλεια, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφελότης: -ητος, ἡ, = ἀφέλεια, Πράξ. Ἀποστόλ. βʹ, 46, καὶ Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. ἀφέλεια.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 sencillez ἐν ἀφελότητι καρδίας Act.Ap.2.46, cf. Melit.Pasch.826, ὑπ' ἀφελότητος ... προδεδόμενος Vett.Val.230.12, cf. 145.29, Epiph.Const.Haer.73.23 (p.297.6).
2 claridad de la luz divina, Hippol.Haer.10.16.4.