πνέω
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
poet. πνείω as always in Hom. exc. Od.5.469: fut. πνεύσομαι (ἐκ-) E.HF886 (lyr.), (ἐμ-) Id.Andr.555, (παρα-) Hp.Mul.2.133; also
A πνευσοῦμαι Ar.Ra.1221, Arist.Mete.367a13, Thphr.Sign.34, Palaeph.17; πνεύσω Thphr.Sign.32, LXXPs.147.7(18), Si.43.20, Gp. 1.12.34, AP9.112 (Antip.Thess.), (ἀνα-) Q.S.13.516 (συμ-πνευσόντων is f.l. in D.18.169): aor. 1 ἔπνευσα Hes.Op.506, Hdt.2.20, etc., (ἐν-) Il.17.456, (ἀν-) S.Aj.274: pf. πέπνευκα (ἐπι-) Pl.Phdr.262d, (ἐκ-) Arist.Pr.904a1:—Pass., fut. πνευσθήσομαι (δια-) Aret.CA1.1: aor. ἐπνεύσθην (δι-) Thphr.HP5.5.6, etc.—Hom. and early Prose writers use the simple Verb only in pres. and impf., to which Trag. add fut. and aor. 1 Act.—For the form ἄμπνυε, v. ἀναπνέω; for ἀμπνύνθη, -πνυτο, v. ἄμπνυτο; and for pf. Pass. πέπνῡμαι, part. πεπνῡμένος, v. πέπνυμαι.—Like other disyll. Verbs in -έω, this Verb contracts only εε, εει; but ἐκπνέων is disyll. in A.Ag.1493, 1517 (both lyr.):—blow, of wind and air, οὐδέ ποτ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ' Od.4.361; αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει 5.469; ἐτησίαι . . οὐκ ἔπνευσαν Hdt.2.20, etc.; τῷ πνέοντι (sc. ἀνέμῳ or πνεύματι) Luc. Cont.3; ἡ πνέουσα (sc. αὔρα) Act.Ap.27.40; also of a flute-player, μέγα πνέων Poll.4.72; and of the flutes themselves, αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας AP6.254 (Myrin.); πνεῖται flutes are sounding, Mnesim.4.57 (anap.). II breathe, send forth an odour, ἀμβροσίη . . ἡδὺ πνείουσα Od.4.446; π. εὐῶδες, δυσῶδες, Poll.2.75, etc.: abs., Dsc.3.80. 2 c. acc., breathe out, send forth, Ζεφύρου πνείοντος ἐέρσην Call.Ap. 82. 3 c. gen., breathe or smell of a thing, οὐ μύρου πνέον S.Fr. 565; τράγου π. AP11.240 (Lucill.); μόγοιο Q.S.6.164; λύθρου καὶ αἵματος Id.5.120 (ἐπιπν- codd.): rarely c. dat., μύροισι π. smell with . ., AP5.199: freq. metaph., breathe, be redolent of, Χαρίτων πνείοντα μέλη Simon.184.3; ὄμματα . . πόθου πνείοντα AP5.258 (Paul. Sil.); φόνου π. cj. in Tryph.505; αὐθαδείας πολὺς ἔπνει D.H.7.51. III of perceptible breathing, [ἵππω] πνείοντε κατ' ὤμων Il.13.385; π. ὕπνῳ A.Ch.621 (lyr.). IV generally, draw breath, breathe: hence, live, Il.17.447; οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, S.Tr.1160; ὄλβος ἀεὶ πνεῖ Simm.25.12; ἥμισύ μευ ψυχῆς ἔτι τὸ πνέον Call.Epigr.42. V metaph., c. acc. cogn., breathe forth, μένεα πνείοντες breathing spirit, epith. of warriors, Il.2.536,3.8, 11.508, etc.; so πῦρ π. Hes.Th.319, Pi. Fr.146; φόνον δόμοι πνέουσιν A.Ag.1309; κότον πνέων Id.Ch.34 (lyr.), cf. 951 (lyr.); φρενὸς πνέων τροπαίαν Id.Ag.219 (lyr.); Ἄρη πνεόντων ib.376 (lyr.); πνέων χάριν τινί ib.1206; πῦρ πνειόντων . . ἄστρων S.Ant. 1146 (lyr.); πῦρ π. καὶ φόνον E.IT288; ὠδῖνας Id.HF862: paratrag. in Com., πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας Ar.Ra.1016; τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, of a swift runner, Id.Av.1121, etc.; and in a rhetorical passage, οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους X.HG7.5.12. 2 with neut. Adjs. or Prons., πνέοντες μεγάλα giving themselves airs, E.Andr.189; τόσονδ' ἔπνευσας ib.327; κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93; χαμηλὰ πνέων Id.P.11.30: abs., ὑπὲρ σακέων πνείοντες breathing over their shields, i. e. unable to repress their rage for war, Hes.Sc. 24; θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pi.P.10.44: with nom., Ἄρης . . μέγας πνέων E.Rh.323; πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρός D.25.57; οὗτος . . καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437; ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος on whom thou breathest not favourably, Call.Epigr.10.3.