δίθυμος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
ον,
A at variance, LXX Pr.26.20.
German (Pape)
[Seite 624] zwieträchtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίθῡμος: -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν πρός τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, ἀσυμφωνία, διχόνοια, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον discordante, en desacuerdo de pers., LXX Pr.26.20.