ἀποδιορίζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιορίζω Medium diacritics: ἀποδιορίζω Low diacritics: αποδιορίζω Capitals: ΑΠΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: apodiorízō Transliteration B: apodiorizō Transliteration C: apodiorizo Beta Code: a)podiori/zw

English (LSJ)

   A mark off by dividing or defining, Arist.Pol.1290b26; (sc. ἑαυτούς) Ep.Jud.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιορίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποχωρίζω, ἀποχωρίζω εἰς μέρη, προσδιορίζω, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., ἀποχωρίζω, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.

French (Bailly abrégé)

délimiter ; séparer, diviser.
Étymologie: ἀπό, διορίζω.

Spanish (DGE)

1 definir πρῶτον ἂν ἀποδιωρίζομεν ἄπερ ἀναγκαῖον πᾶν ἔχειν ζῷον Arist.Pol.1290b26.
2 separar, apartar οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες Ep.Iud.19, ἀποδιωρίσθη τὰ ἐλαφρὰ εἰς ὕψος Corp.Herm.3.2.