ἀποδιορίζω
From LSJ
English (LSJ)
A mark off by dividing or defining, Arist.Pol.1290b26; (sc. ἑαυτούς) Ep.Jud.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιορίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποχωρίζω, ἀποχωρίζω εἰς μέρη, προσδιορίζω, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., ἀποχωρίζω, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.
French (Bailly abrégé)
délimiter ; séparer, diviser.
Étymologie: ἀπό, διορίζω.
Spanish (DGE)
1 definir πρῶτον ἂν ἀποδιωρίζομεν ἄπερ ἀναγκαῖον πᾶν ἔχειν ζῷον Arist.Pol.1290b26.
2 separar, apartar οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες Ep.Iud.19, ἀποδιωρίσθη τὰ ἐλαφρὰ εἰς ὕψος Corp.Herm.3.2.