διοπτήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2. II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24. III = διόπτρα 111, Aët.16.105.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d’adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj. διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκε Il.10.562
•explorador ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίους Agath.2.2.4, de los optiones, tesserarii οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24
•que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.