ἀτημέλητος

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτημέλητος Medium diacritics: ἀτημέλητος Low diacritics: ατημέλητος Capitals: ΑΤΗΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: atēmélētos Transliteration B: atēmelētos Transliteration C: atimelitos Beta Code: a)thme/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. -τως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15.    2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.

German (Pape)

[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: ἀ, τημελέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.