δύσκαμπτος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ον, = foreg., Cass. Pr.61, Sch.Ar.Th.74. Adv. -τως
A, ἔχειν Aët.16.8.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de doblar, rígido σῶμα Cass.Pr.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable αἱ στροφαί Sch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente δ. ἔχειν estar rígido Aët.16.8.