ἐκμηρύομαι
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
A wind off like a ball of thread, Jul.Gal.135c ; of an army, make it defile out, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132 ; διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν Plu.Aem.26. II intr., of the army, defile, X.An.6.5.22 ; τῆς χαράδρας Plb.3.53.5 (but τὰς δυσχωρίας ib.51.2). III metaph., evolve itself, develop, Dam.Pr. 65, cf. eund. ap. Simp.in Ph.780.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμηρύομαι: ἀποθ., ἐκτυλίσσω, ἐξάγω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ ταῦτα μόλις ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
French (Bailly abrégé)
1 dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;
2 intr. défiler, se sauver en défilant.
Étymologie: ἐκ, μηρύω.
Spanish (DGE)
A tr.
I 1desenrollar εἰ καὶ λεπτότερον ἁρπεδόνος ἐκμηρυομένων αὐτῶν ἐκταθείη Iul.Gal.23.135c, cf. Hsch.s.u. ἐκπηνιεῖται.
2 marchar, recorrer hasta el final, c. ac. de extensión θεωροῦντες τοὺς ἱππεῖς δυσχερῶς ἐκμηρυομένους καὶ μακρῶς τὰς δυσχωρίας viendo que la caballería recorría los desfiladeros dificultosa y lentamente Plb.3.51.2, ὁ δὲ ἐκμηρυσάμενος τῷ πλῷ τὸν ποταμὸν πάντα Anon. en Sud.s.u. ἐκμηρυσάμενος.
II c. ac. de animados desembarazar, sacar de un apuro, en aor. conseguir sacar de una dificultad o peligro ταῦτα (ὑποζύγια καὶ ἵπποι) ... τῆς χαράδρας Plb.3.53.5, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132, διὰ στενῆς θυρίδος ... αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Plu.Aem.26, cf. Sch.E.Andr.718.
B intr. desplegarse en fila de ejércitos κατὰ τὴν γέφυραν X.An.6.5.22
•fig. desarrollarse πάντα ἀπ' αὐτοῦ Dam.Pr.2, cf. 65, 71, οὐσία ἀπὸ ἑνὸς εἰς πλῆθος ἐκμηρυομένη Dam.in Prm.206.