Ἄκαστος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (Autenrieth)
king of Dulichium, Od. 14.336†.
English (Slater)
̆ακαστος son of Pelias, husband of Hippolyta; king of Iolkos, slain by Peleus.
1 λατρίαν Ἴαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (sc. Πηλεύς.) (N. 5.30)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
mit. Acasto
1 hijo de Pelias, rey de Yolcos, argonauta, Pi.N.4.58, E.Alc.732, A.R.1.224, 321.
2 rey de Duliquion Od.14.336.
3 rey de Atenas, Arist.Ath.3. • DMic.: a-ka-to (?).