ἁλιφροσύνη
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A = ἱκανὴ φρόνησις (from ἅλις, φρήν), Hsch:—Adj. ἁλίφρονες, Naumach. ap. Stob.4.31.76.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιφροσύνη: ἡ, ἱκανή φρόνησις (ἐκ τοῦ ἅλις καὶ φρήν), Ἡσύχ., ἐπίθ. ἁλίφρονες, Ναυμάχ. 63· ― ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἐσφαλμένη γραφὴ ἀντὶ χαλιφροσύνη, χαλίφρονες.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
vanidad, arrogancia, suficiencia νόσφιν ἁλιφροσύνης Dioscorus 7.18, cf. Hsch.