ἀμεσίτευτος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
German (Pape)
[Seite 122] unvermittelt, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεσίτευτος: -ον, ὁ ἄνευ μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
Spanish (DGE)
-ον
lit. crist.
1 directo, inmediato, sin intermediario ἐναντίωσις Gr.Nyss.Perf.180.10, τὴν ... ἀμεσίτευτον ... πρόοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Πατρός Isid.Pel.M.78.1224A.
2 adv. -ως directamente, sin solución de continuidad de la unión del Padre y el Hijo en la Trinidad πεπιστεύκαμεν ... ἀ. αὐτοὺς ... ἀλλήλοις ἐπισυνῆφθαι Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.9.