ἀνακαινίζω
English (LSJ)
A renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.
German (Pape)
[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.
French (Bailly abrégé)
renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.
Spanish (DGE)
1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
•en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.