ἀναμιμνῄσκω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
French (Bailly abrégé)
f. ἀναμνήσω, ao. ἀνέμνησα, ao. Pass. ἀνεμνήσθην;
faire ressouvenir : τινά τι, τινά τινος qqn de qch ; ἀν. τι rappeler le souvenir de qch ; Pass. ἀναμιμνῄσκεσθαι rappeler à son esprit le souvenir de, se ressouvenir : τινος, τι de qch ; ἀναμνησθέντας οἷα ἐπάσχετε HDT vous étant souvenus de ce que vous aviez souffert ; ἀν. ὅτι se ressouvenir que ; ἀετὸν ἀνεμιμνῄσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον XÉN il se ressouvenait qu’un aigle avait jeté un cri à sa droite.
Étymologie: ἀνά, μιμνῄσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμμιμνῄσκω Emp.B 64
• Morfología: [poét. fut. ἀμνάσει Pi.P.4.54, aor. opt. ἀμνάσειεν Pi.P.1.47; lesb. ὀμ-: aor. ind. ὀ] νέμναι[σ' Sapph.16.15, inf. ὄμναισαι Sapph.94.10, pas. ὀμνάσθειν Theoc.29.26]
I v. act.
1 rememorar, hacer recordar c. dos ac., cosa y pers. ταῦτά μ' ἀνέμνησας Od.3.211, σφέας τὸ χρηστήριον Hdt.6.140
•c. ac. de pers. μῶν ... σ' ἀνέμνησεν κακά; E.El.504, ξυμμαχίαν ... τοὺς Ἀθηναίους Th.6.6, ὑμᾶς ... τὰς ὁδούς 1Ep.Cor.4.17, σ' ἔγω θέλω ὄμναισαι ... Sapph.94.10, ἀγνῶτ' ἀναμνήσω νιν S.OT 1133
•c. gen. de cosa o pers. y ac. de pers. με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ] νέμναι[σ' οὐ] παρεοίσας Sapph.16.15, μή μ' ἀναμνήσῃς κακῶν E.Alc.1045, πράξεως αὐτούς Plb.2.22.3, πράξεων ... τοὺς ὄχλους Plb.3.44.10, αὐτοὺς τῆς ... διαιρέσεως Plu.2.720a, Κλυμένης ... πρόμον ἄστρων Nonn.D.42.49, c. ac. implícito καλῶν δ' ἀνέμνασεν B.2.6
•c. ac. pers. e inf. τὸν ... Φοῖβος ἀμνάσει ... ἀγαγέν Febo le recordará que conduzca Pi.P.4.54
•c. otras complet. recordar ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ... παρέμειν' Pi.P.1.47, ὑμᾶς ὅτι Th.2.89, ἠνέμνησεν ὅτι ἀνεπιστήμων ἐστί recordó que era un ignorante Demetr.Eloc.297, ἀ. ὡς X.HG 6.5.33, D.18.17
•abs. Emp.l.c.
2 c. ac. de cosa recordar, mencionar, citar τὴν ποινήν Antipho 2.4.11, πάνθ' ὅσα ... D.18.213.
3 subst. ὁ ἀναμιμνῄσκων el recordador o canciller del rey LXX 2Re.20.24.
II en v. med.
1 recordar, acordarse de c. gen. ὅταν τευ ἀναμνησθῇ Democr.B 174, τοῦ χρησμοῦ Hdt.2.151, ἔπους Th.2.54, ἐμαυτοῦ Pl.Mx.235c, τῶν νόμων Is.4.31, τῶν νοσημάτων Gal.17(2).423
•c. relat. ἀ. οἶα ἐπάσχετε Hdt.5.109
•c. complet. ὀμνάσθην ὅτι Theoc.29.26, cf. Isoc.6.52, c. interr. indir. δεόμεθα ... ὑμῶν ... ἀναμνησθῆναι εἰ λέγομεν ἀληθῆ os pedimos que hagáis memoria de si estamos diciendo la verdad Is.5.20
•abs. Hdt.3.51, Ar.Ec.552, Plu.2.130e.
2 ref. a la teoría de la reminiscencia o anámnesis (esp. en Pl.) acordarse por reminiscencia de otra vida anterior, c. gen. τοῦ ἀληθοῦς Pl.Phdr.249d, τῆς πρώτης οἰκήσεως Pl.R.516c
•ἅ γε καὶ πρότερον ἠπίστατο Pl.Men.81c
•abs. ἢ ἀναμιμνῃσκόμενος ἢ μανθάνων Pl.Men.82b, ἐπιστήμην ἀναλαμβάνειν ..., τοῦτο δέ που ἀναμιμνῄσκεσθαι λέγοντες ὀρθῶς ἂν λέγοιμεν; Pl.Phd.75e
•tb. ref. a un largo lapso de tiempo μνήμης ... πολλὰ κοινωνεῖ, ἀναμιμνῄσκεσθαι δ' οὐδὲν ἄλλο δύναται πλὴν ἄνθρωπος muchos (animales) participan de la facultad de la memoria, pero ningún animal puede rememorar (como ejercicio consciente) excepto el hombre Arist.HA 488b26, cf. Mem.453a9, op. λῆψις μνήμης recuerdo inmediato de experiencias Arist.Mem.451b4.