ἀντιρρητορεύω
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
A speak against, dispute with, τινί Max. Tyr.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρητορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον, ἀντιλέγω, ἀντερρητόρευε τοῖς λέγουσι Μάξ. Τύρ. 9. 3.
Spanish (DGE)
hablar contra, discutir c. dat. τοῖς λέγουσι Max.Tyr.3.3, ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις LXX 4Ma.6.1, cf. Ephr.Syr.1.113A.