ἀνώροφος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A unroofed, uncovered, Lyc.350, D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 268] (ὀροφή), στέγη, ohne Dach, Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene tejado στέγη Lyc.350, νεώς D.C.37.17.3.