ἄντομος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, dialectic form of ἀνάτομος,
A stake or pale, cf. ἄντομοι· σκόλοπες (Sicel), Hsch.: hence collectively, paling, boundary-fence, Tab.Heracl.1.15, al.; also, road adjoining such a fence, ib.2.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντομος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἀνάτομος, σκόλοψ, χάραξ, «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς φραγμός, περίφραγμα, συχν. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· ὡσαύτως ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 sicil. estaca Hsch.
2 camino vecinal, atajo ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ hυπὲρ Πανδοσίας ἄγοντος TEracl.1.12, cf. 15, 2.13.
• Etimología: Cf. ἀνατέμνω.