διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: ἀποδειδίσσομαι | Medium diacritics: ἀποδειδίσσομαι | Low diacritics: αποδειδίσσομαι | Capitals: ΑΠΟΔΕΙΔΙΣΣΟΜΑΙ |
Transliteration A: apodeidíssomai | Transliteration B: apodeidissomai | Transliteration C: apodeidissomai | Beta Code: a)podeidi/ssomai |
A frighten away, Il.12.52 (tm.).
ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.
dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.