ἀσπίστωρ
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Spanish (DGE)
-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.