γομφωτήρ
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A a ship-builder, AP9.31 (Zelot.). II surgical instrument for excising bone, Antyll. ap. Orib.44.23.15.
German (Pape)
[Seite 501] ῆρος, ὁ, Schiffszimmermann, Zelot. 2 (IX, 31)
Greek (Liddell-Scott)
γομφωτήρ: ῆρος, ὁ, ναυπηγός, Ἀνθ. Π. 9. 31.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 carpintero ἐς τί πίτυν πελάγει πιστεύετε, γομφωτῆρες; AP 9.31 (Zelot.).
2 cirug. instrumento quirúrgico del tipo del escalpelo para cortar el hueso ἐκκοπέα ... τῶν στενῶν καὶ πάχος ἱκανὸν ἐχόντων, οἷοί εἰσιν οἱ καλούμενοι γομφωτῆρες Antyll. en Orib.44.20.15.