γράβιον
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
τό,
A torch, Strattis 50, Amerias ap.Ath.15.699e, prob. in S.Fr.177 (pl.).
German (Pape)
[Seite 503] Ath. XV, 699 e τὸ πρίνινον ἢ δρύϊνον ξύλον, ὅπερ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν τοῖς ὁδοιποροῦσιν, eine Art Fackel, aus einem abgeschlitzten Spahn;. auch VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γράβιον: τό, πυρσός,εἶδος λαμπάδος,Στράττις Φοιν.6,πρβλ. Ἀθήν.699Ε, «τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον,ὅπερ τεθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεται καὶ φαίνει τοῖς ὁδοιποροῦσι».
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
antorcha Stratt.53, Theodorid.SHell.739, Seleuc.46, Amer.p.10.
• Etimología: Dud., quizá deriv. de *γράβος n. de árbol, cf. gr. mod. γράβος ‘especie de encina’ que algunos derivan de ilir. *grabu, cf. umbr. Grabovius epít. de Júpiter.