μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
δέδασται: ἴδε ἐν λ δατέομαι.
3ᵉ sg. pf. Pass. de δαίομαι.
see δατέομαι.
v. δατέομαι.