δειγματίζω
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
A make a show of, Ep.Col.2.15; make an example of, Ev.Matt.1.19; furnish a sample, in Pass., PTeb. 576 (i B.C./i A.D.); δειγματισθήσεται . . ἀπολέσθαι will be proved to .., PRyl.1.28.32 (iv A.D.). 2 make trial of, test, PHolm.18.20, 22.29. II intr., appear, Ar.Byz.Epit.41.19, Hp.Ep.19 (in Hermes53.67).
German (Pape)
[Seite 534] zum Beispiel aufstellen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δειγματίζω: ἐκθέτω τι, ἐπιδεικνύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α'19, Ἐπ. π. Κολοσσ. β', 15, Χρυσόστ. 7.307,πρβλ. παραδειγμ-.
French (Bailly abrégé)
faire un exemple ; proposer un exemple.
Étymologie: δεῖγμα.
Spanish (DGE)
I 1someter a prueba, comprobar καθαίρει καὶ διγμαδίζει αὐτό (σῖτον) PZen.Col.82.10 (III a.C.), ἐπιχάλα τὰ ἔρια καὶ δειγμάτιζε PHolm.126, cf. 108, en v. pas. ὑπόταυρος ἐὰν ἅλληται, δειγματισθήσεται ὅ τοι οὗτ[ο] ς ἀπολέσθαι si el perineo tiene un pálpito, se comprobará que el tal va a morir Melamp. en PRyl.28.32
•abs. hacer una prueba εἰ οὖν σοι δοκεῖ καὶ ἐάσης με δειγματίσαι πρὸς αὐτούς si te parece bien y me dejas que haga una prueba frente a (lo que han hecho) ellos, PCair.Zen.484.18 (III a.C.).
2 poner en evidencia, exponer a la vergüenza pública μὴ θέλων αὐτὴν δειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν Eu.Matt.1.19, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας Ep.Col.2.15, τοὺς γὰρ ἀκολάστους ἐλέγχει καὶ δειγματίζει ὁ χρόνος Sch.E.Hipp.426.
II intr. mostrarse, aparecer ὅταν καὶ ταῖς θηλείαις τὰ καταμήνια δειγματίζει a la edad en que aparece la menstruación en las hembras Ar.Byz.Epit.41.19.