διαδικέω

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκέω Medium diacritics: διαδικέω Low diacritics: διαδικέω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΕΩ
Transliteration A: diadikéō Transliteration B: diadikeō Transliteration C: diadikeo Beta Code: diadike/w

English (LSJ)

(A),

   A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.).    2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
δι-ᾰδῐκέω (B),

   A do wrong, injure, D.C.58.16.

German (Pape)

[Seite 576] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
seul. prés.
être en procès.
Étymologie: διά, δίκη.

Spanish (DGE)

pleitear, entablar un pleito πρὸς αὐτὸν περὶ τῶν συναλλαγμάτων PLugd.Bat.22.11.25 (II a.C.), οἱ διαδικοῦντες los litigantes Plu.2.196b, D.C.40.55.2, POxy.1101.8 (IV d.C.)
pero οἱ διαδικοῦντες los adversarios, los contrarios, POxy.1101.8 (IV d.C.), tb. τὸ διαδικοῦν μέρος la parte contraria, el adversario, PKell.G.19b.5 (III d.C.), PCair.Isidor.74.22, SB 8246.44 (ambos IV d.C.).