διαπέτασμα
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
German (Pape)
[Seite 595] τό, das Ausgebreitete, Vorhang, Sp.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 extensión, abertura, amplitud δ. καὶ [π] λάτο[ς] ἔχοντος como explicación etim. de διϊπετέος (cf. διαπετάννυμι) glos. a Hom. en POxy.3206.26.
2 velo ὁ τοῦ διαπετάσματος διχασμός del templo de Jerusalén, Ath.Al.M.28.997B.