διάλιθος
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
English (LSJ)
ον,
A set with precious stones, IG2.652B13, Men.503, Epit.169, OGI56.59 (iii B.C.), LXX To.10.7, Aristeas62; ὅρμος ῥόδων δ. IG12.289; κόσμος Str.15.1.54; στέφανος D.C.44.6.
Greek (Liddell-Scott)
διάλῐθος: -ον, κατακεκοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. § 38, 153. 3, Μένανδ. Φιλ. 1.
Spanish (DGE)
(διάλῐθος) -ον
incrustado con piedras preciosas, con pedreríahόρμος IG 13.360.4, 6 (V a.C.), χρυσία σύμμεικτα IG 22.1388.63 (IV a.C.), στέφανος χρυσōς IG 22.1376.7 (V/IV a.C.), cf. D.C.44.6.3, 45.6.5, κόσμος Men.Pc.815, Str.15.1.54, ἐπιχύσεις Men.Fr.437, δακτύλιος ... χρυσένδετος IG 11(2).203B.91 (III a.C.), cf. IG 11(2).158A.6, 161B.119 (ambas Delos III a.C.), σφραγίδια IG 11(2).161B.43 (Delos III a.C.), ἀμφ[ιδεΐ] δια Ath.Askl.5.156 (III a.C.), ἁλύσια IG 11(2).164B.5 (Delos III a.C.), ἱερὸν ἄγαλμα χρυσοῦν OGI 56.59 (Canopo III a.C.), cf. PPetr.2.16.1.7 (III a.C.) en BL 2(2).108, μηνίσκος ID 461Bb.30 (II a.C.), πλόκιον χρυσοῦν ID 1417A.2.34 (II a.C.), ᾠοθεσία en el adorno de una cornisa, Aristeas 62, θρόνος I.BI 1.511, κλίνη I.BI 1.671, ψυκτήρ Plu.2.201c, κίονες Chares 4
•subst. τὸ δ. un tipo de adorno femenino con pedrería, διόπας, διάλιθον, πλάστρα Ar.Fr.332.10, τουτὶ δὲ διάλιθόν τι esto es una cosa de pedrería Men.Epit.210.